δυσεπίτευκτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεπίτευκτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται ή κατορθώνεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεπίτευκτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται ή κατορθώνεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεπίτευκτος:''' с трудом достижимый Diod.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεπίτευκτος Medium diacritics: δυσεπίτευκτος Low diacritics: δυσεπίτευκτος Capitals: ΔΥΣΕΠΙΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: dysepíteuktos Transliteration B: dysepiteuktos Transliteration C: dysepitefktos Beta Code: dusepi/teuktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to accomplish, στρατεία D.S.17.93; ineffective, Vett.Val.43.12, al., Cat.Cod.Astr.1.164. Adv. -τως Vett.Val.194.27.    2 hard to treat, Hippiatr.26.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu erreichen, schwer gelingend; D. Sic. 17, 93.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεπίτευκτος: ον δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, δυσκατόρθωτος, Διόδ. 17. 93.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de realizar στρατεία D.S.17.93, ἐπιβολαί D.S.32.18
difícil de alcanzar πρᾶγμα Erot.Fr.60, ἀρετή Gr.Nyss.Beat.145.13.
2 que difícilmente tiene éxito, desafortunado de pers. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.42.22, cf. 48.15, πρὸς τὸν γάμον καὶ τὰ ἀφροδίσια Cat.Cod.Astr.1.164.4.
3 difícil de tratar de heridas Hippiatr.26.5.
II adv. -ως de forma incompleta, sin éxito ἐν τοῖς διαπρασσομένοις δ. ἢ μετὰ ὑπερθέσεως Vett.Val.185.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεπίτευκτος, -ον)
αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται ή κατορθώνεται
αρχ.
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσεπίτευκτος: с трудом достижимый Diod.