δυσαπολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
(9)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαπολόγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τον υπερασπίσουν<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να απαντήσει<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, [[δυσερμήνευτος]].
|mltxt=[[δυσαπολόγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τον υπερασπίσουν<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να απαντήσει<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, [[δυσερμήνευτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπολόγητος:''' который трудно оправдать, непростительный ([[ἁμαρτία]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπολόγητος Medium diacritics: δυσαπολόγητος Low diacritics: δυσαπολόγητος Capitals: ΔΥΣΑΠΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: dysapológētos Transliteration B: dysapologētos Transliteration C: dysapologitos Beta Code: dusapolo/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to defend or excuse, Plb. 1.10.4, cf. Ph.1.562, J.AJ16.4.2; hard to answer, Aristeas 213; hard to explain, Str.4.1.7. Adv. -τως, ἔχειν Eust.147.23.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu vertheidigen, zu entschuldigen, Pol. 1, 10, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπολόγητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ ὑπερασπίσῃ τις, ἁμαρτία Πολύβ. 1. 10, 4. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. 147. 23.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de explicar δυσαπολόγητον ἠρώτηκας πρᾶγμα Aristeas 213, τὸ ἄπορον Ph.1.562, cf. Str.4.1.7.
2 difícil de defender o excusar ἁμαρτία Plb.1.10.4, cf. I.AI 16.101.
II adv. -ως difícilmente explicable αἰτίας ἔχουσι Eust.147.23.

Greek Monolingual

δυσαπολόγητος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τον υπερασπίσουν
2. αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει
3. αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, δυσερμήνευτος.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπολόγητος: который трудно оправдать, непростительный (ἁμαρτία Polyb.).