δύσγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσγνωστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται.
|mltxt=[[δύσγνωστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσγνωστος:''' <b class="num">1)</b> трудный для понимания, плохо понятный Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> с трудом узнаваемый (καὶ τοῖς ἐν συνηθείᾳ γεγονόσιν Polyb.).
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσγνωστος Medium diacritics: δύσγνωστος Low diacritics: δύσγνωστος Capitals: ΔΥΣΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsgnōstos Transliteration B: dysgnōstos Transliteration C: dysgnostos Beta Code: du/sgnwstos

English (LSJ)

ον,

   A hard to understand, Pl.Alc.2.147c.    2 hard to recognize, τισί Plb.3.78.4: Sup., Aen. Tact. 25.2.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu erkennen, Plat. Alc. II, 147 c; Pol. 3, 78, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δύσγνωστος: -ον, δυσνόητος, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de entender o comprender δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.Fr.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.Alc.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.Rh.1435a38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.in de An.462.20
c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio SHell.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes Io.2.28.174.
2 difícil de reconocer o distinguir c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.AI 1.130, de cosas valiosas, Phld.Mus.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a δύσκριτος Sch.A.Pr.458D.
II adv. -ως de forma difícil de reconocer Nil.M.79.409D.

Greek Monolingual

δύσγνωστος, -ον (Α)
1. δυσνόητος
2. αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται.

Russian (Dvoretsky)

δύσγνωστος: 1) трудный для понимания, плохо понятный Plat., Arst.;
2) с трудом узнаваемый (καὶ τοῖς ἐν συνηθείᾳ γεγονόσιν Polyb.).