εγκλιτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(10)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκλιτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έγκλιση]] ρήματος<br /><b>2.</b> «εγκλιτικές λέξεις» ή <i>εγκλιτικά</i><br />λεξίδια που αποβάλλουν τον τόνο τους ο [[οποίος]] αναβιβάζεται στη [[λήγουσα]] της προηγούμενης λέξης.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκλιτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έγκλιση]] ρήματος<br /><b>2.</b> «εγκλιτικές λέξεις» ή <i>εγκλιτικά</i><br />λεξίδια που αποβάλλουν τον τόνο τους ο [[οποίος]] αναβιβάζεται στη [[λήγουσα]] της προηγούμενης λέξης.
}}
{{trml
|trtx====[[enclitic]]===
Catalan: enclític; Chinese Mandarin: 附属的; Danish: enklitisk; Dutch: [[enclitisch]]; Finnish: enkliittinen; French: [[enclitique]]; German: [[enklitisch]]; Greek: [[εγκλιτικός]]; Ancient Greek: [[ἐγκλιτικός]]; Hungarian: enklitikus, simuló, tapadó, csüggő; Icelandic: viðskeyttur; Italian: [[enclitico]]; Latin: [[encliticus]]; Norwegian Bokmål: enklitisk; Nynorsk: enklitisk; Occitan: enclitic; Russian: [[энклитический]]; Serbo-Croatian: enklitički; Swedish: enklitisk; Welsh: enclitig
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 22 April 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγκλιτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έγκλιση ρήματος
2. «εγκλιτικές λέξεις» ή εγκλιτικά
λεξίδια που αποβάλλουν τον τόνο τους ο οποίος αναβιβάζεται στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης.

Translations

enclitic

Catalan: enclític; Chinese Mandarin: 附属的; Danish: enklitisk; Dutch: enclitisch; Finnish: enkliittinen; French: enclitique; German: enklitisch; Greek: εγκλιτικός; Ancient Greek: ἐγκλιτικός; Hungarian: enklitikus, simuló, tapadó, csüggő; Icelandic: viðskeyttur; Italian: enclitico; Latin: encliticus; Norwegian Bokmål: enklitisk; Nynorsk: enklitisk; Occitan: enclitic; Russian: энклитический; Serbo-Croatian: enklitički; Swedish: enklitisk; Welsh: enclitig