ἐγχραύω: Difference between revisions

From LSJ
(10)
(2)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγχραύω]] και ἐγχρῶ (-άω) (Α) [[χτυπώ]], [[σπρώχνω]] σε [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐγχραύω]] και ἐγχρῶ (-άω) (Α) [[χτυπώ]], [[σπρώχνω]] σε [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγχραύω:''' ударять, тыкать (τὸ [[σκῆπτρον]] ἐς τὸ [[πρόσωπον]] Her.).
}}
}}

Revision as of 19:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 714] hineinstoßen, -schlagen, ἐνέχραυε τὸ σκῆπτρον ἐς τὸ πρόσωπ ον Her. 6, 75.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἐνέχραυε;
asséner sur.
Étymologie: ἐν, χραύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐνι- Nic.Th.277
golpear con ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Hdt.6.75
picar con, clavar de un golpe οἷσι κεράστης οὐλόμενος κακόεργον ἐνιχραύσῃ κυνόδοντα a quienes la mortífera cerastes pique con su maligno colmillo Nic.l.c.

Greek Monolingual

ἐγχραύω και ἐγχρῶ (-άω) (Α) χτυπώ, σπρώχνω σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχραύω: ударять, тыкать (τὸ σκῆπτρον ἐς τὸ πρόσωπον Her.).