ἕδρασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕδρασμα]], το (AM)<br /><b>1.</b> [[έδρα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τους Πυθαγόρειους) ο [[αριθμός]] [[οκτώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε -<i>ασμα</i>) τ. της λ. [[έδρα]] [[κατά]] τα [[είκασμα]], [[στέγασμα]] κ.ά.].
|mltxt=[[ἕδρασμα]], το (AM)<br /><b>1.</b> [[έδρα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τους Πυθαγόρειους) ο [[αριθμός]] [[οκτώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε -<i>ασμα</i>) τ. της λ. [[έδρα]] [[κατά]] τα [[είκασμα]], [[στέγασμα]] κ.ά.].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕδρασμα:''' ατος τό pl. место пребывания, владение (Δαναϊδῶν Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕδρασμα Medium diacritics: ἕδρασμα Low diacritics: έδρασμα Capitals: ΕΔΡΑΣΜΑ
Transliteration A: hédrasma Transliteration B: hedrasma Transliteration C: edrasma Beta Code: e(/drasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = ἕδρα, E.Fr.305, Ph.1.336, PMag.Par.1.1153 (pl.).    II Pythag. name for eight, Theol.Ar.55.

German (Pape)

[Seite 717] τό, die Stütze, Eur. frg. bei Schol. Or. 871 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἕδρασμα: τό, = ἕδρα, Εὐρ. Ἀποσπ. 307, Φίλων 1. 336.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1morada, sede ξεστὸν ὄχθον Δαναϊδῶν ἑδρασμάτων E.Fr.305, cf. Sch.Pi.O.2.12a, S.El.1393P.
2 soporte, fundamento, base τὴν γῆν ἑδράσμασιν αἰωνίοις στηρίσας PMag.4.1153, cf. Hsch.s.u. ἕδος
fig. ἡ πίστις ἕ. ἀγάπης Clem.Al.Strom.2.6.30, δικαιοσύνης Corp.Herm.13.9, στυγνοῦ σκότους ἕ. (Cerbero) fundamento de las tinieblas tenebrosas, Suppl.Mag.42.1, ῥήτορσι ... περιβλέπτοισιν ἕ. IGLS 9437 (V d.C.), (Χριστός) τῶν δὲ ψυχῶν ἡμῶν βακτηρία καὶ ἕ. Mac.Aeg.Hom.47.16.
II n. del ocho entre los pitagóricos Theol.Ar.55.

Greek Monolingual

ἕδρασμα, το (AM)
1. έδρα
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε -ασμα) τ. της λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.].

Russian (Dvoretsky)

ἕδρασμα: ατος τό pl. место пребывания, владение (Δαναϊδῶν Eur.).