ἐκκοβαλικεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκκοβαλικεύομαι]] (Α)<br />[[εξαπατώ]] με τεχνάσματα.
|mltxt=[[ἐκκοβαλικεύομαι]] (Α)<br />[[εξαπατώ]] με τεχνάσματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκοβᾱλικεύομαι:''' αποθ., [[εξαπατώ]] με πανουργίες, με τεχνάσματα, [[κολακεύω]], [[δελεάζω]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκοβᾱλῐκεύομαι Medium diacritics: ἐκκοβαλικεύομαι Low diacritics: εκκοβαλικεύομαι Capitals: ΕΚΚΟΒΑΛΙΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ekkobalikeúomai Transliteration B: ekkobalikeuomai Transliteration C: ekkovalikeyomai Beta Code: e)kkobalikeu/omai

English (LSJ)

   A cheat by juggling tricks, cajole, dub. in Ar.Eq. 270.

German (Pape)

[Seite 764] durch Koboldstreiche, Kniffe u. dgl. äffen, Ar. Equ. 270, Schol. ἐκπανουργεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκοβᾱλικεύομαι: ἀποθ., ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων κττ., δελεάζω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 271.

French (Bailly abrégé)

mystifier.
Étymologie: ἐκ, κόβαλος.

Spanish (DGE)

(ἐκκοβᾱλῐκεύομαι) engatusar γέροντας ἡμᾶς Ar.Eq.270.

Greek Monolingual

ἐκκοβαλικεύομαι (Α)
εξαπατώ με τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐκκοβᾱλικεύομαι: αποθ., εξαπατώ με πανουργίες, με τεχνάσματα, κολακεύω, δελεάζω, σε Αριστοφ.