ἐκπολέμωσις: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπολέμωσις]], η (AM)<br />η [[δημιουργία]] εχθρότητας. | |mltxt=[[ἐκπολέμωσις]], η (AM)<br />η [[δημιουργία]] εχθρότητας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπολέμωσις:''' -εως, ἡ, [[δημιουργία]] εχθρότητας, εχθροπραξίας, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making hostile, Plu.Aem.13.
German (Pape)
[Seite 775] ἡ, Verfeindung, Plut. Aem. P. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπολέμωσις: -εως, ἡ, ἐχθροποίησις, Πλουτ. Αἰμίλ. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
excitation à la guerre.
Étymologie: ἐκπολεμόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 incitación a la guerra ἡγούμενος ... οὐδὲν ἔτι δεῖσθαι τῶν χρημάτων τὴν ἐκπολέμωσιν pensando que la incitación a la guerra no requería ya dinero Plu.Aem.13.
2 fig. lucha ref. a la lucha interior entre el cuerpo y el alma τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου ἡ πρὸς ἑαυτὸν ἐ. Diodor.T.Rom.7.25.
Greek Monolingual
ἐκπολέμωσις, η (AM)
η δημιουργία εχθρότητας.
Greek Monotonic
ἐκπολέμωσις: -εως, ἡ, δημιουργία εχθρότητας, εχθροπραξίας, σε Πλούτ.