ἐκφθίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκφθίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς.
|mltxt=[[ἐκφθίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφθίνω:''' [ῐ], σε γʹ ενικ. Παθ. υπερσ., ἐξέφθῐτο [[οἶνος]] [[νηῶν]], όλο το [[κρασί]] είχε καταναλωθεί έξω από τα καράβια, είχε εξαφανιστεί από τα καράβια, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. [[ἐξέφθινται]], έχουν ολοκληρωτικά αφανιστεί, εντελώς καταστραφεί, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφθίνω Medium diacritics: ἐκφθίνω Low diacritics: εκφθίνω Capitals: ΕΚΦΘΙΝΩ
Transliteration A: ekphthínō Transliteration B: ekphthinō Transliteration C: ekfthino Beta Code: e)kfqi/nw

English (LSJ)

in Hom. only in 3 plpf. Pass., νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος the wine

   A had all been consumed out of the ships, Od.9.163; νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329; ἐξέφθινται they have utterly perished, A.Pers.679 (lyr.), 927 (anap.).

German (Pape)

[Seite 785] (s. φθίνω), nur im aor. sync. ἐξεφθίμην, gänzlich vernichtet werden; νηῶν οἶνος, war aus den Schiffen aufgezehrt, Od. 9, 163. 12, 329; ἐξέφθινθ' αἱ νᾶες Aesch. Pers. 679; ἄνδρες 891; sp. D., wie Nic. Th. 331.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφθίνω: παρ᾿ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γʹ ἑνικῷ τοῦ παθ. ὑπερσ. ἐξέφθιτο, οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός, «ἐδεδαπάνητο, ἀνήλωτο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 163· νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα Μ. 329· ἐξέφθινται, ὅλως κατεστράφησαν, ἔχουσιν ἀφανισθῆ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 679. 927.

French (Bailly abrégé)

épuiser ou ruiner complètement ; Pass. être complètement épuisé ou ruiné, disparaître, périr.
Étymologie: ἐκ, φθίνω.

English (Autenrieth)

only pass. plup. ἐξέφθιτο, had been consumed out of the ships, Od. 9.163 and Od. 12.329.

Greek Monolingual

ἐκφθίνω (Α)
1. καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι
2. (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς.

Greek Monotonic

ἐκφθίνω: [ῐ], σε γʹ ενικ. Παθ. υπερσ., ἐξέφθῐτο οἶνος νηῶν, όλο το κρασί είχε καταναλωθεί έξω από τα καράβια, είχε εξαφανιστεί από τα καράβια, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. ἐξέφθινται, έχουν ολοκληρωτικά αφανιστεί, εντελώς καταστραφεί, σε Αισχύλ.