ἐλαιολόγος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(11) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλαιολόγος]], ο, αττ. τ. [[ἐλαολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μαζεύει ελιές. | |mltxt=[[ἐλαιολόγος]], ο, αττ. τ. [[ἐλαολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μαζεύει ελιές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλαιολόγος:''' Αττ. ἐλαο-, -ον ([[λέγω]]), αυτός που μαζεύει ελιές, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. ἐλαολόγος, ον, (λέγω
A olive-gatherer, Ar.V.712.
German (Pape)
[Seite 788] Oliven sammelnd, erntend, Ar. Vesp. 712, richtiger ἐλαολ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιολόγος: Ἀττ. ἐλαολόγος, ον, (συλλέγω) ὁ συνάγων ἐλαίας, Ἀριστοφ. Σφ. 712.
Greek Monolingual
ἐλαιολόγος, ο, αττ. τ. ἐλαολόγος, -ον (Α)
αυτός που μαζεύει ελιές.
Greek Monotonic
ἐλαιολόγος: Αττ. ἐλαο-, -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει ελιές, σε Αριστοφ.