ἐλασείω: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλασείω]] (Α)<br />(εφετ. του [[ελαύνω]]) [[επιθυμώ]] να βαδίσω, να προελάσω [[προς]] («καὶ νῡν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε [ο Κύρος]» Λουκ.). | |mltxt=[[ἐλασείω]] (Α)<br />(εφετ. του [[ελαύνω]]) [[επιθυμώ]] να βαδίσω, να προελάσω [[προς]] («καὶ νῡν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε [ο Κύρος]» Λουκ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλᾰσείω:''' ([[ἐλαύνω]]), εφετικό, [[θέλω]] να προελάσω, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
(ἐλαύνω) Desiderat.,
A wish to march, Luc.Cont.9.
German (Pape)
[Seite 789] desiderat. zu ἐλαύνω, ich möchte gern marschiren, Luc. Contempl. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰσείω: (ἐλαύνω) ἐφετικόν, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ νὰ ἐλάσω, καὶ νῦν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε, περὶ τοῦ Κύρου, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 9.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir envie de marcher contre.
Étymologie: ἐλάω.
Spanish (DGE)
querer avanzar, querer marchar ἐπὶ Λυδίαν Luc.Cont.9.
Greek Monolingual
ἐλασείω (Α)
(εφετ. του ελαύνω) επιθυμώ να βαδίσω, να προελάσω προς («καὶ νῡν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε [ο Κύρος]» Λουκ.).