ἐναρηφόρος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναρηφόρος]], -ον και δωρ. τ. έναραφόρος, -ον (Α)<br />αυτός που φέρει [[έναρα]], [[λάφυρα]], πολεμικά τρόπαια. | |mltxt=[[ἐναρηφόρος]], -ον και δωρ. τ. έναραφόρος, -ον (Α)<br />αυτός που φέρει [[έναρα]], [[λάφυρα]], πολεμικά τρόπαια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνᾰρηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει, κομίζει [[λάφυρα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
(Dor. -ᾱφορος Hsch.), ον,
A wearing the spoils, APl.4.72.
German (Pape)
[Seite 829] τύπος, Waffenrüstungen, als Kriegsbeute tragende Trophäen, Byz. anath. 26 (Plan. 72).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰρηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἔναρα, λάφυρα τῶν πολεμίων, Ἀνθολ. Πλαν. 72· πρβλ. ἐναρφόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui remporte les dépouilles.
Étymologie: ἔναρα, φέρω.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰρηφόρος) -ον
portador de despojos o botín arrebatado al enemigo ἡρώων θρέπτειρ', ἐναρηφόρε ... Ὑπάτα IG 9(2).59.10 (Hípata, heleníst.?), τύπος ἐ. estatua del emperador portando trofeos, AP 16.72.
Greek Monolingual
ἐναρηφόρος, -ον και δωρ. τ. έναραφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει έναρα, λάφυρα, πολεμικά τρόπαια.
Greek Monotonic
ἐνᾰρηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει, κομίζει λάφυρα, σε Ανθ.