εξωτερίκευση: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />[[έκφραση]], [[φανέρωση]] («[[εξωτερίκευση]] σκέψεων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., στον λόγιο τ., <i>εξωτερίκευσις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εξωτερικεύω]]) μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη. Πρόκειται για [[απόδοση]] ξεν. όρου ( | |mltxt=η<br />[[έκφραση]], [[φανέρωση]] («[[εξωτερίκευση]] σκέψεων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., στον λόγιο τ., <i>εξωτερίκευσις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εξωτερικεύω]]) μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη. Πρόκειται για [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>exteriorization</i> <span style="color: red;"><</span> <i>exteriorize</i> «[[εξωτερικεύω]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
έκφραση, φανέρωση («εξωτερίκευση σκέψεων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξωτερίκευσις (< εξωτερικεύω) μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη. Πρόκειται για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorization < exteriorize «εξωτερικεύω»)].