εξωτερικεύω
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
φανερώνω, εκφράζω τις ενδόμυχες σκέψεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Βράιλα Αρμένη. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorize < αγγλ. exterior < λατ. exterus «εξωτερικός»)].