εξοχότητα: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εξοχότης, η (Μ [[ἐξοχότης]])<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του έξοχου, η [[ανωτερότητα]], η [[υπεροχή]]<br /><b>2.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) «[[παρακαλώ]] την Εξοχότητά σου», «η Αυτού Εξοχότης».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>excellentia</i> «[[υπεροχή]]»)].
|mltxt=και εξοχότης, η (Μ [[ἐξοχότης]])<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του έξοχου, η [[ανωτερότητα]], η [[υπεροχή]]<br /><b>2.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) «[[παρακαλώ]] την Εξοχότητά σου», «η Αυτού Εξοχότης».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ([[πρβλ]]. λατ. <i>excellentia</i> «[[υπεροχή]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

και εξοχότης, η (Μ ἐξοχότης)
1. η ιδιότητα του έξοχου, η ανωτερότητα, η υπεροχή
2. (ως τιμητικός τίτλος) «παρακαλώ την Εξοχότητά σου», «η Αυτού Εξοχότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. excellentia «υπεροχή»)].