ἐπεισδύω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(13)
(2)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισδύω]] και [[ἐπεισδύνω]] (Α) [[εισδύω]]<br />[[εισδύω]] [[κάπου]] [[απαρατήρητος]] («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή [[παράβασις]]», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπεισδύω]] και [[ἐπεισδύνω]] (Α) [[εισδύω]]<br />[[εισδύω]] [[κάπου]] [[απαρατήρητος]] («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή [[παράβασις]]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισδύω:''' проскальзывать (внутрь), проникать (ἡ ἐπεισδύουσα [[παρέκβασις]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 911] (s. δύω), intr. ἐπεισδύουσαι, unvermerkt eindringen, Arist. polit. 5, 8, Bekk., v. l. παραδυομένη.

Greek Monolingual

ἐπεισδύω και ἐπεισδύνω (Α) εισδύω
εισδύω κάπου απαρατήρητος («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή παράβασις», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισδύω: проскальзывать (внутрь), проникать (ἡ ἐπεισδύουσα παρέκβασις Arst.).