ἐπικριτής: Difference between revisions

From LSJ

μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is

Source
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐπικριτής]]) [[επικρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποφασίζει [[κάτι]] [[μετά]] από έλεγχο<br /><b>2.</b> (στην Αίγυπτο) ο [[υπάλληλος]] που διενεργεί την [[επίκριση]].
|mltxt=ο (AM [[ἐπικριτής]]) [[επικρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποφασίζει [[κάτι]] [[μετά]] από έλεγχο<br /><b>2.</b> (στην Αίγυπτο) ο [[υπάλληλος]] που διενεργεί την [[επίκριση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικρῐτής:''' ου ὁ судья, арбитр Polyb.<br />разрешимый ([[διαφωνία]] Sext.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρῐτής Medium diacritics: ἐπικριτής Low diacritics: επικριτής Capitals: ΕΠΙΚΡΙΤΗΣ
Transliteration A: epikritḗs Transliteration B: epikritēs Transliteration C: epikritis Beta Code: e)pikrith/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A adjudicator, arbiter, τῶν λεγομένων Plb.14.3.7.    II. in Egypt, examining magistrate (cf. ἐπίκρισις 11), PFay.27.3 (ii A.D.), PTeb.320.2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 953] ὁ, Beurtheiler, Bestätiger, Pol. 14, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρῐτής: -οῦ, ὁ, ἐλεγκτής, «δοκιμαστής» (Σουΐδ.), χρώμενος ἐπικριτῇ τῶν λεγομένων καὶ συμβούλῳ τῷ Μασσανάσσῃ, διὰ τὴν τῶν τόπων ἐμπειρίαν Πολύβ. 14. 3, 7.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπικριτής) επικρίνω
νεοελλ.
αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)
αρχ.
1. αυτός που αποφασίζει κάτι μετά από έλεγχο
2. (στην Αίγυπτο) ο υπάλληλος που διενεργεί την επίκριση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικρῐτής: ου ὁ судья, арбитр Polyb.
разрешимый (διαφωνία Sext.).