ἐπισκεπτικός: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(13) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπισκεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επισκέπτης]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]]. | |mltxt=[[ἐπισκεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επισκέπτης]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισκεπτικός:''' исследовательский, исследующий ([[μέθοδος]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for examining, τινός Arr.Epict.1.17.10; μέθοδος S.E.M.5.3. Adv.-κῶς Ptol.Tetr.171.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκεπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐξέτασιν, μέθοδος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3.
Greek Monolingual
ἐπισκεπτικός, -ή, -όν (AM) επισκέπτης
ο κατάλληλος για έρευνα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκεπτικός: исследовательский, исследующий (μέθοδος Sext.).