ἑπταβόειος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑπταβόειος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο καλυμμένος με [[επτά]] επάλληλα βοδινά δέρματα («[[σάκος]]... ἑπταβόειον» — [[ασπίδα]] χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με [[επτά]] δέρματα, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο [[επτά]] βοδιών [[μαζί]], <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ἑπταβόειος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο καλυμμένος με [[επτά]] επάλληλα βοδινά δέρματα («[[σάκος]]... ἑπταβόειον» — [[ασπίδα]] χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με [[επτά]] δέρματα, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο [[επτά]] βοδιών [[μαζί]], <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑπταβόειος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] δέρματα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτᾰβόειος Medium diacritics: ἑπταβόειος Low diacritics: επταβόειος Capitals: ΕΠΤΑΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: heptabóeios Transliteration B: heptaboeios Transliteration C: eptavoeios Beta Code: e(ptabo/eios

English (LSJ)

ον,

   A of seven bulls'-hides, σάκος Il.7.220,222, etc.; comically, θυμοὶ ἑ. Ar.Ra.1017.

German (Pape)

[Seite 1012] aus sieben (über einander gelegten) Rindshäuten bestehend, σάκος, der siebenhäutige Schild des Ajas Telamonius, Il.; komisch θυμοὶ ἑπταβόειοι Ar. Ran. 1017, fest, unerschütterlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταβόειος: -ον, κεκαλυμμένος δι’ ἑπτὰ πτυχῶν βοείου δέρματος, φέρων σάκος... χάλκεον, ἑπταβόειον Ἰλ. Η. 220˙ σάκος αἴολον, ἑπταβόειον ταύρων ζατρεφέων αὐτόθι 222, κτλ.˙ κωμικῶς, θυμοὶ ἑπτ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1017, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni de sept peaux de bœuf.
Étymologie: ἑπτά, βοῦς.

English (Autenrieth)

(βοείη): of seven folds of hide; σάκος, Il. 7.220 ff. (Il.)

Greek Monolingual

ἑπταβόειος, -ον (Α)
1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» — ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἑπταβόειος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά δέρματα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ.