έριγμα: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔριγμα]], τὸ (Α)<br />[[τρίμμα]] από κοπανισμένα όσπρια<br /><b>βλ.</b> [[έρεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἔριγμα]], τὸ (Α)<br />[[τρίμμα]] από κοπανισμένα όσπρια<br /><b>βλ.</b> [[έρεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερείκω]] «[[σχίζω]], [[συντρίβω]]» — το -<i>ι</i>- του τ. [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] συγχύσεως του <i>ει</i> με το <i>ι</i> ([[ιωτακισμός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἔριγμα, τὸ (Α)
τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια
βλ. έρεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» — το -ι- του τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως του ει με το ι (ιωτακισμός)].