ερωτύλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἐρωτύλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο [[επιρρεπής]] στον έρωτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ποθητός]], [[αγαπημένος]], [[ερωτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐρωτύλα ἀείδειν» — [[τραγουδώ]] ερωτικά τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i>, το οποίο έχει υποκοριστική σημ. ( | |mltxt=ο (Α [[ἐρωτύλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο [[επιρρεπής]] στον έρωτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ποθητός]], [[αγαπημένος]], [[ερωτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐρωτύλα ἀείδειν» — [[τραγουδώ]] ερωτικά τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i>, το οποίο έχει υποκοριστική σημ. ([[πρβλ]]. <i>αρκτύλος</i>, [[έρπυλλος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (Α ἐρωτύλος)
νεοελλ.
αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα
αρχ.
1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός
2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» — τραγουδώ ερωτικά τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + επίθημα -υλ(λ)ος, το οποίο έχει υποκοριστική σημ. (πρβλ. αρκτύλος, έρπυλλος κ.ά.)].