ευβριθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐβριθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει καλά νήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρίθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>βριθής</i>, <i>σιδηρο</i>-<i>βριθής</i>].
|mltxt=[[εὐβριθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει καλά νήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρίθος]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>βριθής</i>, <i>σιδηρο</i>-<i>βριθής</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐβριθής, -ές (Α)
αυτός που έχει καλά νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βριθής (< βρίθος), πρβλ. α-βριθής, σιδηρο-βριθής].