Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
εὐβριθής, -ές (Α)αυτός που έχει καλά νήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βριθής (< βρίθος), πρβλ. αβριθής, σιδηροβριθής].