εὔκαμπτος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαμπτος]], -ον)<br />αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ευέλικτος]], αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κουράζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καμπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]])]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαμπτος]], -ον)<br />αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ευέλικτος]], αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κουράζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καμπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔκαμπτος:''' легко загибающийся, гибкий ([[θρίξ]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A flexible, Sapph.Supp. 5.13, Arist. PA692a2.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht zu biegen, Hippocr. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκαμπτος: -ον, εὐκόλως καμπτόμενος, εὐλύγιστος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4, 11, 17.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκαμπτος, -ον)
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο ευλύγιστος
νεοελλ.
ο ευέλικτος, αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα
αρχ.
αυτός που κουράζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπτός (< κάμπτω)].
Russian (Dvoretsky)
εὔκαμπτος: легко загибающийся, гибкий (θρίξ Arst.).