εύνις: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(15)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὖνις]], -ιδος και -ιος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή [[κάτι]], που του λείπει [[κάποιος]], ο [[έρημος]] («ὅς μ' υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[παιδιά]], ο στερημένος από [[τέκνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ. <i>εύνιος</i>. Πιο συγγενές με ορισμένα επίθετα που περιείχαν <i>u</i>- ή <i>va</i>-, όπως αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>na</i> «[[ανεπαρκής]]», αβεστ. <i>ŭna</i> «[[ανεπαρκής]]», αρμ. <i>unayn</i> «[[κενός]]», λατ. <i>vanus</i> «[[κενός]], [[μάταιος]]», γοτθ. <i>wans</i> «ελλείπων»].———————— <b>(II)</b><br />[[εὖνις]], -ιδος ἡ (Α) [[ευνή]]<br /><b>1.</b> ευνέτις, συγκοιμωμένη, [[σύζυγος]] («ξὺν Ἡρακλεῑ τὸ πρῶτον [[εὖνις]] [[ἑσπόμην]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν και αρσ.) <i>ο [[εύνις]]<br />ο [[σύζυγος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὖνις]], -ιδος και -ιος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή [[κάτι]], που του λείπει [[κάποιος]], ο [[έρημος]] («ὅς μ' υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[παιδιά]], ο στερημένος από [[τέκνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ. <i>εύνιος</i>. Πιο συγγενές με ορισμένα επίθετα που περιείχαν <i>u</i>- ή <i>va</i>-, όπως αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>na</i> «[[ανεπαρκής]]», αβεστ. <i>ŭna</i> «[[ανεπαρκής]]», αρμ. <i>unayn</i> «[[κενός]]», λατ. <i>vanus</i> «[[κενός]], [[μάταιος]]», γοτθ. <i>wans</i> «ελλείπων»].<br /><b>(II)</b><br />[[εὖνις]], -ιδος ἡ (Α) [[ευνή]]<br /><b>1.</b> ευνέτις, συγκοιμωμένη, [[σύζυγος]] («ξὺν Ἡρακλεῑ τὸ πρῶτον [[εὖνις]] [[ἑσπόμην]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν και αρσ.) <i>ο [[εύνις]]<br />ο [[σύζυγος]].
}}
}}

Revision as of 13:04, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
εὖνις, -ιδος και -ιος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που του λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ' υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ. εύνιος. Πιο συγγενές με ορισμένα επίθετα που περιείχαν u- ή va-, όπως αρχ. ινδ. ūna «ανεπαρκής», αβεστ. ŭna «ανεπαρκής», αρμ. unayn «κενός», λατ. vanus «κενός, μάταιος», γοτθ. wans «ελλείπων»].
(II)
εὖνις, -ιδος ἡ (Α) ευνή
1. ευνέτις, συγκοιμωμένη, σύζυγος («ξὺν Ἡρακλεῑ τὸ πρῶτον εὖνις ἑσπόμην», Σοφ.)
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και αρσ.) ο εύνις
ο σύζυγος.