εύμετρος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετρημένος]] ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]] στις αναλογίες<br /><b>3.</b> αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («[[εὔμετρος]] [[οἶκος]]», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εύρυθμος]], [[εξαιρετικός]] στο [[μέτρο]] («[[[λέξις]]] [[εὔμετρος]] καὶ [[εὔρυθμος]]», Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμέτρως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μέτριες αναλογίες<br /><b>2.</b> με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].
|mltxt=[[εὔμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετρημένος]] ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]] στις αναλογίες<br /><b>3.</b> αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («[[εὔμετρος]] [[οἶκος]]», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εύρυθμος]], [[εξαιρετικός]] στο [[μέτρο]] («([[λέξις]]) [[εὔμετρος]] καὶ [[εὔρυθμος]]», Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμέτρως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μέτριες αναλογίες<br /><b>2.</b> με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].
}}
}}

Latest revision as of 16:16, 12 January 2021

Greek Monolingual

εὔμετρος, -ον (Α)
1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», Αισχύλ.)
2. συμμετρικός στις αναλογίες
3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.)
4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο μέτρο («(λέξις) εὔμετρος καὶ εὔρυθμος», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐμέτρως (Α)
1. με μέτριες αναλογίες
2. με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέτρον.