εὐποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐποίκιλος]], -ον (ΑΜ)<br />[[πολυποίκιλος]], αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.
|mltxt=[[εὐποίκιλος]], -ον (ΑΜ)<br />[[πολυποίκιλος]], αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], [[πολύχρωμος]], [[ποικιλόχρωμος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποίκῐλος Medium diacritics: εὐποίκιλος Low diacritics: ευποίκιλος Capitals: ΕΥΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: eupoíkilos Transliteration B: eupoikilos Transliteration C: efpoikilos Beta Code: eu)poi/kilos

English (LSJ)

ον,

   A variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.

Greek Monolingual

εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.

Greek Monotonic

εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.