εὐπροσηγορία: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπροσηγορία]]) [[ευπροσήγορος]]<br />η [[προσήνεια]], η [[καταδεκτικότητα]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐπροσηγορία]]) [[ευπροσήγορος]]<br />η [[προσήνεια]], η [[καταδεκτικότητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπροσηγορία:''' ἡ обходительность, общительность, приветливость Isocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A affability, Isoc.1.20.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: εὐπροσήγορος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπροσηγορία) ευπροσήγορος
η προσήνεια, η καταδεκτικότητα.
Russian (Dvoretsky)
εὐπροσηγορία: ἡ обходительность, общительность, приветливость Isocr.