ευωρία: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(15)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ολιγωρία]], [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».———————— <b>(II)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]<br />η [[ωραιότητα]] της εποχής, της ώρας, η [[ευκρασία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ολιγωρία]], [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».<br /><b>(II)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]<br />η [[ωραιότητα]] της εποχής, της ώρας, η [[ευκρασία]].
}}
}}

Latest revision as of 13:04, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]
1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια
2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».
(II)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]
η ωραιότητα της εποχής, της ώρας, η ευκρασία.