ζυθοπότης: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. ζυθοπότις, -ιδος<br /><b>1.</b> αυτός που πίνει ζύθο<br /><b>2.</b> αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που του αρέσει να πίνει μπίρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζύθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), | |mltxt=ο, θηλ. ζυθοπότις, -ιδος<br /><b>1.</b> αυτός που πίνει ζύθο<br /><b>2.</b> αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που του αρέσει να πίνει μπίρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζύθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), [[πρβλ]]. <i>οινο</i>-[[πότης]], <i>χασισο</i>-[[πότης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο]. | ||
}} | }} |