Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζυγοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(16)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζυγοφόρος]], -ον και ποιητ. τ. [[ζυγηφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], που φέρει [[ζυγό]] («ζυγοφόροι ἵπποι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], <i>αχθο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[ζυγοφόρος]], -ον και ποιητ. τ. [[ζυγηφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], που φέρει [[ζυγό]] («ζυγοφόροι ἵπποι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], <i>αχθο</i>-[[φόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζῠγοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ζυγό]], λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le joug.
Étymologie: ζυγόν, φέρω.

Greek Monolingual

ζυγοφόρος, -ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, αχθο-φόρος.

Greek Monotonic

ζῠγοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ζυγό, λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε ζυγό, σε Ευρ.