ἠθογράφος: Difference between revisions
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(16) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἠθογράφος]])<br />ο [[συγγραφέας]] που ασχολείται με την [[ηθογραφία]], που απεικονίζει, που περιγράφει με [[παραστατικότητα]] στα έργα του τα ήθη, τους χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που απεικονίζει με τη ζωγραφική το [[ήθος]], τον χαρακτήρα, την [[έκφραση]] του εικονιζόμενου («ὁ μὲν γὰρ Πολύγνωτος [[ἀγαθός]] [[ἠθογράφος]], ἡ δὲ Ζεύξιδος [[γραφή]] οὐδὲν ἔχει [[ἦθος]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρθρο</i>-[[γράφος]], <i>λογο</i>-[[γράφος]]. | |mltxt=ο (AM [[ἠθογράφος]])<br />ο [[συγγραφέας]] που ασχολείται με την [[ηθογραφία]], που απεικονίζει, που περιγράφει με [[παραστατικότητα]] στα έργα του τα ήθη, τους χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που απεικονίζει με τη ζωγραφική το [[ήθος]], τον χαρακτήρα, την [[έκφραση]] του εικονιζόμενου («ὁ μὲν γὰρ Πολύγνωτος [[ἀγαθός]] [[ἠθογράφος]], ἡ δὲ Ζεύξιδος [[γραφή]] οὐδὲν ἔχει [[ἦθος]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρθρο</i>-[[γράφος]], <i>λογο</i>-[[γράφος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠθογράφος:''' (ᾰ) ὁ изобразитель нравов (ὁ μὲν [[Πολύγνωτος]] [[ἀγαθὸς]] ἠ., ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφὴ οὐδὲν [[ἔχει]] [[ἦθος]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1156] Sitten oder Charaktere schildernd, darstellend, ausdrückend, vom Maler, Arist. poet. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθογράφος: ᾰ, ὁ, ὁ ζωγραφῶν, διαγράφων χαρακτῆρα, ὁ μὲν γὰρ Πολύγνωτος ἀγαθὸς ἠθογράφος, ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφὴ οὐδὲν ἔχει ἦθος Ἀριστ. Ποιητ. 6, 15.
Greek Monolingual
ο (AM ἠθογράφος)
ο συγγραφέας που ασχολείται με την ηθογραφία, που απεικονίζει, που περιγράφει με παραστατικότητα στα έργα του τα ήθη, τους χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων
αρχ.
αυτός που απεικονίζει με τη ζωγραφική το ήθος, τον χαρακτήρα, την έκφραση του εικονιζόμενου («ὁ μὲν γὰρ Πολύγνωτος ἀγαθός ἠθογράφος, ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφή οὐδὲν ἔχει ἦθος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + -γράφος (< γράφω), πρβλ. αρθρο-γράφος, λογο-γράφος.
Russian (Dvoretsky)
ἠθογράφος: (ᾰ) ὁ изобразитель нравов (ὁ μὲν Πολύγνωτος ἀγαθὸς ἠ., ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφὴ οὐδὲν ἔχει ἦθος Arst.).