ἤμων: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(16) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἥμων]], ο (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἥμονες</i><br />ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἡ</i> (του [[ἵημι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἦκα</i>, αόρ. του [[ἵημι]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μων</i>]. | |mltxt=[[ἥμων]], ο (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἥμονες</i><br />ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἡ</i> (του [[ἵημι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἦκα</i>, αόρ. του [[ἵημι]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἤμων:''' παρατ. του [[ἀμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. ἀμάω (A).
Greek (Liddell-Scott)
ἤμων: ἴδε ἐν λ. ἀμάω.
French (Bailly abrégé)
impf. de ἀμάω.
Greek Monolingual
ἥμων, ο (Α)
στον πληθ. οἱ ἥμονες
ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (του ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. του ἵημι) + -μων].
Greek Monotonic
ἤμων: παρατ. του ἀμάω.