θαλασσοπλήκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλασσοπλήκτης]], ό (Μ)<br />(για τον Ξέρξη) αυτός που χτύπησε τη [[θάλασσα]], που έδειρε τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλήκ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[πλήκτης]], <i>τειχεσι</i>-[[πλήκτης]].
|mltxt=[[θαλασσοπλήκτης]], ό (Μ)<br />(για τον Ξέρξη) αυτός που χτύπησε τη [[θάλασσα]], που έδειρε τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλήκ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-[[πλήκτης]], <i>τειχεσι</i>-[[πλήκτης]].
}}
}}

Revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

θαλασσοπλήκτης, ό (Μ)
(για τον Ξέρξη) αυτός που χτύπησε τη θάλασσα, που έδειρε τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πλήκ-της (< πλήσσω), πρβλ. επι-πλήκτης, τειχεσι-πλήκτης.