θαυματολόγος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[θαυματολόγος]], -ον)<br />αυτός που αφηγείται θαύματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τερατολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσο</i>-[[λόγος]], <i>τερατο</i>-[[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ο (Α [[θαυματολόγος]], -ον)<br />αυτός που αφηγείται θαύματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τερατολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] ([[πρβλ]]. <i>γλωσσο</i>-[[λόγος]], <i>τερατο</i>-[[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο (Α θαυματολόγος, -ον)
αυτός που αφηγείται θαύματα
νεοελλ.
τερατολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -λογος < λέγω (πρβλ. γλωσσο-λόγος, τερατο-λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].