θεοδόχος: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(16) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεοδόχος]] και θειοδόχος, -ον (AM)<br />αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), | |mltxt=[[θεοδόχος]] και θειοδόχος, -ον (AM)<br />αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ζωο</i>-<i>δόχος</i>, <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1195] = θεοδέγμων, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοδόχος: -ον, δεχομένη ἢ δεξαμένη τὸν θεόν, ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
θεοδόχος και θειοδόχος, -ον (AM)
αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο-δόχος, ξενο-δόχος].