θήσαι: Difference between revisions
(17) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θῆσαι]] (Α)<br />(απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. <i>θάω</i><br />έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. [[θῆσαι]], [[θῆσθαι]], θησάμενος)<br /><b>1.</b> <b>(αμτθ.)</b> [[πίνω]] [[γάλα]] από τη [[θηλή]], [[θηλάζω]], [[βυζαίνω]] (α. «θήσατο μαζόν» — θήλασε [από] το [[στήθος]]<br />β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν [[γάλα]] [[θῆσθαι]]» — τα πρόβατα παρέχουν [[πάντα]] άφθονο [[γάλα]] για να το αρμέγουν, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θηλάζω]] κάποιον («Ἀπόλλωνα θήσατο [[μήτηρ]]» — η [[μητέρα]] θήλασε τον Απόλλωνα)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θῆσαι]]<br />θρέψαι, θηλάσαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>-«[[εκμυζώ]], [[θηλάζω]]», όπως και τα [[θηλή]], [[θήλυς]], που θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν παράγωγά του. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται το αρχ. άνω γερμ. <i>t</i><i>ā</i><i>en</i> «[[θηλάζω]]», το λιθ. <i>det</i> «[[θηλάζω]]» και το λατ. <i>f</i><i>ē</i><i>mina</i> «θήλεια», τ. αρχαίας μτχ. αμάρτυρου ρ. Ο μαρτυρούμενος αόρ. <i>θήσατο</i> αντιστοιχεί στον αρχ. ινδ. σιγματικό αόρ. <i>adh</i><i>ā</i><i>sit</i> «θήλασε», που διαθέτει όμως και παράλληλο θεματικό τ. <i>adh</i><i>ā</i><i>t</i>. Οι μαρτυρούμενοι τ. ενεστώτα με ημίφωνο <i>yod</i> σε διάφορες γλώσσες (όπως λ.χ. αρχ. άνω γερμ. <i>taju</i>, λιθ. <i>deju</i>) καθιστούν πιθανή την [[προέλευση]] του [[θήσθαι]] από αμάρτυρο θεματικό τ. <i>θή</i>-<i>yε</i>-<i>σθαι</i>. Μαρτυρούνται και άλλοι συγγενείς τ. με διαφορετικό φωνηεντισμό, όπως το αρχ. ινδ. <i>dhayati</i>, το αρχ. σλαβ. <i>dojo</i>, <i>το</i> γοτθ. <i>daddjan</i>, όλα με τη [[σημασία]] [[θηλάζω]], που θα [[πρέπει]] να αναχθούν σε [[παραλλαγή]] <i>dh</i><i>ә</i><i>y</i>- της ΙΕ ρίζας <i>dh</i><i>ē</i>- ενώ η αρχ. ινδ. εμφανίζει και τ. με -<i> | |mltxt=[[θῆσαι]] (Α)<br />(απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. <i>θάω</i><br />έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. [[θῆσαι]], [[θῆσθαι]], θησάμενος)<br /><b>1.</b> <b>(αμτθ.)</b> [[πίνω]] [[γάλα]] από τη [[θηλή]], [[θηλάζω]], [[βυζαίνω]] (α. «θήσατο μαζόν» — θήλασε [από] το [[στήθος]]<br />β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν [[γάλα]] [[θῆσθαι]]» — τα πρόβατα παρέχουν [[πάντα]] άφθονο [[γάλα]] για να το αρμέγουν, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θηλάζω]] κάποιον («Ἀπόλλωνα θήσατο [[μήτηρ]]» — η [[μητέρα]] θήλασε τον Απόλλωνα)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θῆσαι]]<br />θρέψαι, θηλάσαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>-«[[εκμυζώ]], [[θηλάζω]]», όπως και τα [[θηλή]], [[θήλυς]], που θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν παράγωγά του. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται το αρχ. άνω γερμ. <i>t</i><i>ā</i><i>en</i> «[[θηλάζω]]», το λιθ. <i>det</i> «[[θηλάζω]]» και το λατ. <i>f</i><i>ē</i><i>mina</i> «θήλεια», τ. αρχαίας μτχ. αμάρτυρου ρ. Ο μαρτυρούμενος αόρ. <i>θήσατο</i> αντιστοιχεί στον αρχ. ινδ. σιγματικό αόρ. <i>adh</i><i>ā</i><i>sit</i> «θήλασε», που διαθέτει όμως και παράλληλο θεματικό τ. <i>adh</i><i>ā</i><i>t</i>. Οι μαρτυρούμενοι τ. ενεστώτα με ημίφωνο <i>yod</i> σε διάφορες γλώσσες (όπως λ.χ. αρχ. άνω γερμ. <i>taju</i>, λιθ. <i>deju</i>) καθιστούν πιθανή την [[προέλευση]] του [[θήσθαι]] από αμάρτυρο θεματικό τ. <i>θή</i>-<i>yε</i>-<i>σθαι</i>. Μαρτυρούνται και άλλοι συγγενείς τ. με διαφορετικό φωνηεντισμό, όπως το αρχ. ινδ. <i>dhayati</i>, το αρχ. σλαβ. <i>dojo</i>, <i>το</i> γοτθ. <i>daddjan</i>, όλα με τη [[σημασία]] [[θηλάζω]], που θα [[πρέπει]] να αναχθούν σε [[παραλλαγή]] <i>dh</i><i>ә</i><i>y</i>- της ΙΕ ρίζας <i>dh</i><i>ē</i>- ενώ η αρχ. ινδ. εμφανίζει και τ. με -<i>ῖ</i> όπως <i>dh</i><i>ī</i><i>ta</i>-«πιπιλισμένος». Συγγενείς στην ελλ. οι τ. <i>γαλα</i>-<i>θηνός</i>, [[θήνιον]], <i>τι</i>-<i>θήνη</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
θῆσαι (Α)
(απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. θάω
έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος)
1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» — θήλασε [από] το στήθος
β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» — τα πρόβατα παρέχουν πάντα άφθονο γάλα για να το αρμέγουν, Ομ. Οδ.)
2. (μτβ.) θηλάζω κάποιον («Ἀπόλλωνα θήσατο μήτηρ» — η μητέρα θήλασε τον Απόλλωνα)
3. (κατά τον Ησύχ.) «θῆσαι
θρέψαι, θηλάσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhē-«εκμυζώ, θηλάζω», όπως και τα θηλή, θήλυς, που θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν παράγωγά του. Στην ίδια ρίζα ανάγεται το αρχ. άνω γερμ. tāen «θηλάζω», το λιθ. det «θηλάζω» και το λατ. fēmina «θήλεια», τ. αρχαίας μτχ. αμάρτυρου ρ. Ο μαρτυρούμενος αόρ. θήσατο αντιστοιχεί στον αρχ. ινδ. σιγματικό αόρ. adhāsit «θήλασε», που διαθέτει όμως και παράλληλο θεματικό τ. adhāt. Οι μαρτυρούμενοι τ. ενεστώτα με ημίφωνο yod σε διάφορες γλώσσες (όπως λ.χ. αρχ. άνω γερμ. taju, λιθ. deju) καθιστούν πιθανή την προέλευση του θήσθαι από αμάρτυρο θεματικό τ. θή-yε-σθαι. Μαρτυρούνται και άλλοι συγγενείς τ. με διαφορετικό φωνηεντισμό, όπως το αρχ. ινδ. dhayati, το αρχ. σλαβ. dojo, το γοτθ. daddjan, όλα με τη σημασία θηλάζω, που θα πρέπει να αναχθούν σε παραλλαγή dhәy- της ΙΕ ρίζας dhē- ενώ η αρχ. ινδ. εμφανίζει και τ. με -ῖ όπως dhīta-«πιπιλισμένος». Συγγενείς στην ελλ. οι τ. γαλα-θηνός, θήνιον, τι-θήνη].