θορός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θορός]], ό και [[θορή]], ἡ (Α)<br />το [[σπέρμα]] του αρσενικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θορ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>θορ</i>-<i>ον</i> του [[θρῴσκω]]]. | |mltxt=[[θορός]], ό και [[θορή]], ἡ (Α)<br />το [[σπέρμα]] του αρσενικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θορ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>θορ</i>-<i>ον</i> του [[θρῴσκω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θορός:''' ὁ, το [[σπέρμα]] του άρρενος, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A semen genitale, Hdt.2.93, Hp.Morb.2.51, Arist.HA509b20, Plu.2.637f, Porph.Abst.4.9. II θορός· ἀφροδισιαστής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1215] ὁ, der männliche Saamen bei Menschen u. Thieren; Her. 2, 93, Arist. H. A. 3, 16 u. Sp., bes. von Fischen. Vgl. θρώσκω u. θόρνυμαι.
Greek (Liddell-Scott)
θορός: ὁ, τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος, Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 7, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως θορή. (Πρβλ. θρώσκω ΙΙ). - Παρ’ Ἡσυχ. θόρος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
semence génitale.
Étymologie: R. Θορ, v. θρῴσκω.
Greek Monolingual
θορός, ό και θορή, ἡ (Α)
το σπέρμα του αρσενικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θορ- του αορ. έ-θορ-ον του θρῴσκω].
Greek Monotonic
θορός: ὁ, το σπέρμα του άρρενος, σε Ηρόδ.