ιατροχημικός: Difference between revisions

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιατροχημεία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιατροχημικός]]<br />α) [[γιατρός]] και [[χημικός]] συγχρόνως<br />β) [[γιατρός]] που εφαρμόζει τα πορίσματα της χημείας για θεραπευτικούς σκοπούς<br />γ) [[γιατρός]] που εξηγεί τις ζωικές λειτουργίες ως χημικά φαινόμενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>iatrochemical</i> ή <i>iatrochemist</i> <span style="color: red;"><</span> <i>iatro</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιατρός]]) <span style="color: red;">+</span> <i>chemical</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χημικός]], -<i>ή</i>, -<i>ό</i>) ή <span style="color: red;">+</span> <i>chemist</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χημικός]])].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιατροχημεία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ιατροχημικός]]<br />α) [[γιατρός]] και [[χημικός]] συγχρόνως<br />β) [[γιατρός]] που εφαρμόζει τα πορίσματα της χημείας για θεραπευτικούς σκοπούς<br />γ) [[γιατρός]] που εξηγεί τις ζωικές λειτουργίες ως χημικά φαινόμενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>iatrochemical</i> ή <i>iatrochemist</i> <span style="color: red;"><</span> <i>iatro</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιατρός]]) <span style="color: red;">+</span> <i>chemical</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χημικός]], -<i>ή</i>, -<i>ό</i>) ή <span style="color: red;">+</span> <i>chemist</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χημικός]])].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατροχημεία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ιατροχημικός
α) γιατρός και χημικός συγχρόνως
β) γιατρός που εφαρμόζει τα πορίσματα της χημείας για θεραπευτικούς σκοπούς
γ) γιατρός που εξηγεί τις ζωικές λειτουργίες ως χημικά φαινόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. iatrochemical ή iatrochemist < iatro- (πρβλ. ιατρός) + chemical (πρβλ. χημικός, -ή, -ό) ή + chemist (πρβλ. χημικός)].