ιατροχημεία
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η εφαρμογή της χημείας στην ιατρική για θεραπευτικούς σκοπούς
2. η εξήγηση τών φυσιολογικών και παθολογικών φαινομένων ως καθαρώς χημικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. iatrochimie < iatro- (πρβλ. ιατρός) + chimie (πρβλ. χημεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Αλεξανδρίδη].