ιερόσυλος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(17) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερόσυλος]], -ον)<br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερόσυλος]], -ον)<br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ιερόσυλος]], <i>η [[ιερόσυλος]] και <i>ιερόσυλη</i><br />αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, [[αγιογδύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανευλαβής]], [[ανόσιος]], [[ανοσιουργός]], [[βέβηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που προέρχεται από [[ιεροσυλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιεροσύλως</i><br />με ιερόσυλο τρόπο, με βέβηλο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>συλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>συλος</i>, <i>πρό</i>-<i>συλος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἱερόσυλος, -ον)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη
αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης
νεοελλ.
ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που προέρχεται από ιεροσυλία.
επίρρ...
ιεροσύλως
με ιερόσυλο τρόπο, με βέβηλο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -συλος (< συλώ), πρβλ. ά-συλος, πρό-συλος].