Ιλιάς: Difference between revisions

From LSJ
(17)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[Ιλιάδα]], η (Α [[Ἰλιάς]], -[[άδος]]) [[Ίλιος]]<br />ο [[τίτλος]] του μεγάλου έπους του Ομήρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ [[Ἰλιάς]]<br />επίθ. της Αθηνάς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[Ἰλιὰς]] γῆ» — η γη της Τροίας<br />β) «[[Ἰλιὰς]] [[γυνή]]» — η [[γυναίκα]] που κατάγεται από την [[Τροία]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κακῶν [[Ἰλιάς]]» — ατελεύτητη [[σειρά]] δυστυχημάτων<br /><b>4.</b> [[είδος]] πτηνού.
|mltxt=και [[Ιλιάδα]], η (Α [[Ἰλιάς]], -[[άδος]]) [[Ίλιος]]<br />ο [[τίτλος]] του μεγάλου έπους του Ομήρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> ἡ [[Ἰλιάς]]<br />επίθ. της Αθηνάς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[Ἰλιὰς]] γῆ» — η γη της Τροίας<br />β) «[[Ἰλιὰς]] [[γυνή]]» — η [[γυναίκα]] που κατάγεται από την [[Τροία]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κακῶν [[Ἰλιάς]]» — ατελεύτητη [[σειρά]] δυστυχημάτων<br /><b>4.</b> [[είδος]] πτηνού.
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

και Ιλιάδα, η (Α Ἰλιάς, -άδος) Ίλιος
ο τίτλος του μεγάλου έπους του Ομήρου
αρχ.
1. ως κύριο όν.Ἰλιάς
επίθ. της Αθηνάς
2. φρ. α) «Ἰλιὰς γῆ» — η γη της Τροίας
β) «Ἰλιὰς γυνή» — η γυναίκα που κατάγεται από την Τροία
3. παροιμ. «κακῶν Ἰλιάς» — ατελεύτητη σειρά δυστυχημάτων
4. είδος πτηνού.