ιπποβάμων: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἱποβάμων, -ονος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προχωρεί ανεβασμένος [[πάνω]] σε ίππο, [[ιππικός]], [[έφιππος]] («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει σαν [[άλογο]] ή που χρησιμεύει για [[ίππευση]] («ἱπποβάμονες κάμηλοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ρήματα ἱπποβάμονα» — πομπώδεις φράσεις, μεγαλοστομίες (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «[[στρατός]] [[ἱπποβάμων]]» — για τους κενταύρους (<b>Σοφ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), | |mltxt=ἱποβάμων, -ονος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προχωρεί ανεβασμένος [[πάνω]] σε ίππο, [[ιππικός]], [[έφιππος]] («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει σαν [[άλογο]] ή που χρησιμεύει για [[ίππευση]] («ἱπποβάμονες κάμηλοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ρήματα ἱπποβάμονα» — πομπώδεις φράσεις, μεγαλοστομίες (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «[[στρατός]] [[ἱπποβάμων]]» — για τους κενταύρους (<b>Σοφ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>αιθερο</i>-<i>βάμων</i>, <i>λεοντο</i>-<i>βάμων</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἱποβάμων, -ονος, ὁ (Α)
1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.)
2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «ρήματα ἱπποβάμονα» — πομπώδεις φράσεις, μεγαλοστομίες (Αριστοφ.)
β) «στρατός ἱπποβάμων» — για τους κενταύρους (Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων, λεοντο-βάμων].