ιππόπορνος: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόπορνος]], ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> υπερβολικά [[ασελγής]], [[πάρα]] πολύ [[πόρνος]]<br /><b>2.</b> [[έφιππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») <span style="color: red;">+</span> [[πόρνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[ιππόκρημνος]])].
|mltxt=[[ἱππόπορνος]], ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> υπερβολικά [[ασελγής]], [[πάρα]] πολύ [[πόρνος]]<br /><b>2.</b> [[έφιππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») <span style="color: red;">+</span> [[πόρνος]] ([[πρβλ]]. και λ. [[ιππόκρημνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱππόπορνος, ό, ἡ (Α)
1. υπερβολικά ασελγής, πάρα πολύ πόρνος
2. έφιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») + πόρνος (πρβλ. και λ. ιππόκρημνος)].