ισχέθυρον: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχέθυρον]], τὸ (Α)<br />το [[πλαίσιο]] παραθύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>-, τ., στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>θυρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[παρά]]-<i>θυρον</i>, [[υπέρ]]-<i>θυρον</i>].
|mltxt=[[ἰσχέθυρον]], τὸ (Α)<br />το [[πλαίσιο]] παραθύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>-, τ., στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» ([[πρβλ]]. <i>εχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>θυρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]), [[πρβλ]]. [[παρά]]-<i>θυρον</i>, [[υπέρ]]-<i>θυρον</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχέθυρον, τὸ (Α)
το πλαίσιο παραθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε-, τ., στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. εχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -θυρον (< θύρα), πρβλ. παρά-θυρον, υπέρ-θυρον].