κάλλιον: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάλλιον]] (AM)<br /><b>1.</b> (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. [[καλός]]) ωραιότερο ή καλύτερο<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) καλύτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καλλίων]].———————— <b>(II)</b><br />[[κάλλιον]], τὸ (Α)<br />(στην Αθήνα) [[τόπος]] που χρησίμευε ως δικαστήριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καλλιάζω]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καλλιαρχώ]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάλλιον]] (AM)<br /><b>1.</b> (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. [[καλός]]) ωραιότερο ή καλύτερο<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) καλύτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καλλίων]].———————— <b>(II)</b><br />[[κάλλιον]], τὸ (Α)<br />(στην Αθήνα) [[τόπος]] που χρησίμευε ως δικαστήριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καλλιάζω]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καλλιαρχώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάλλῑον:''' ουδ. του [[καλλίων]], το οποίο χρησιμ. ως επίρρ., βλ. [[καλός]] Γ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
(A), neut. of καλλίων, used as Adv., v. sub καλός c.
κάλλιον (B), τό, precinct used as a Court at Athens, AB269, cf. Androt. ap. Poll.8.121 (Κάλλειον, fr. καλλίας, Phot.); at Cyzicus, apptly. a
A board or bench of magistrates, ἄρχων τοῦ κ. IGRom.4.153 (ii A. D.); cf. καλλιάζω, καλλιαρχέω.
German (Pape)
[Seite 1310] neutr. von καλλίων (s. καλός); – τὸ κάλλιον, nach B. A. 269 u. Poll. 8, 121 ein Gerichtshof in Athen; bei Phot. p. 126 κάλλειον.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλιον: οὐδέτ. τοῦ καλλίων, ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. καλὸς Γ.
French (Bailly abrégé)
neutre de καλλίων, Cp. de καλός.
English (Autenrieth)
see κᾶλός.
Greek Monolingual
(I)
κάλλιον (AM)
1. (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο
2. (ως επίρρ.) καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.———————— (II)
κάλλιον, τὸ (Α)
(στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. καλλιαρχώ].
Greek Monotonic
κάλλῑον: ουδ. του καλλίων, το οποίο χρησιμ. ως επίρρ., βλ. καλός Γ.