καρατόμος: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(19) |
(2b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρατόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο [[αποκεφαλιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] (Ι) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λα</i>-[[τόμος]], <i>υλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> και [[καράτομος]])]. | |mltxt=[[καρατόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο [[αποκεφαλιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] (Ι) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λα</i>-[[τόμος]], <i>υλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> και [[καράτομος]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰρᾱτόμος:''' отрубающий голову, обезглавливающий (σφαγαί Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1325] den Kopf abschneidend, köpfend; σφαγαί Eur. Rhes. 606; τινός Lycophr. 187; – καράτομος, geköpft, enthauptet; Γοργώ Eur. Alc. 1121 Tr. 564; χλιδαὶ καρ., vom Haupt geschnitten, Soph. El. 52.
Greek Monolingual
καρατόμος, ὁ (Α)
αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα-τόμος, υλο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰρᾱτόμος: отрубающий голову, обезглавливающий (σφαγαί Eur.).