κάστανος: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
(19)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κάστανος
|Medium diacritics=κάστανος
|Low diacritics=κάστανος
|Capitals=ΚΑΣΤΑΝΟΣ
|Transliteration A=kástanos
|Transliteration B=kastanos
|Transliteration C=kastanos
|Beta Code=ka/stanos
|Definition=v. [[κάστανα]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάστᾰνος''': ἡ, «καστανέα», «καστανιά», τὸ [[δένδρον]], Ἡσύχ. ἐν λ. κάρυα.
|lstext='''κάστᾰνος''': ἡ, «καστανέα», «καστανιά», τὸ [[δένδρον]], Ἡσύχ. ἐν λ. κάρυα.

Revision as of 10:36, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάστανος Medium diacritics: κάστανος Low diacritics: κάστανος Capitals: ΚΑΣΤΑΝΟΣ
Transliteration A: kástanos Transliteration B: kastanos Transliteration C: kastanos Beta Code: ka/stanos

English (LSJ)

v. κάστανα.

Greek (Liddell-Scott)

κάστᾰνος: ἡ, «καστανέα», «καστανιά», τὸ δένδρον, Ἡσύχ. ἐν λ. κάρυα.

Greek Monolingual

κάστανος, ἡ (Α)
1. η καστανιά
2. στον πληθ. αἱ κάστανοι
τα κάστανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κάστανον αναλογικά προς άλλα θηλ. ον. δένδρων σε -ος (πρβλ. φηγ-ός)].