κάταργμα: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάταργμα]], τὸ (Α) [[κατάρχω]]<br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ κατάργματα</i><br />οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα [[κατά]] την [[έναρξη]] της [[τελετής]] («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[κάταργμα]], τὸ (Α) [[κατάρχω]]<br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ κατάργματα</i><br />οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα [[κατά]] την [[έναρξη]] της [[τελετής]] («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάταργμα:''' τό ([[κατάρχω]] II),<br /><b class="num">1.</b> μόνο στον πληθ., [[κατάργματα]], πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταργμα Medium diacritics: κάταργμα Low diacritics: κάταργμα Capitals: ΚΑΤΑΡΓΜΑ
Transliteration A: kátargma Transliteration B: katargma Transliteration C: katargma Beta Code: ka/targma

English (LSJ)

ατος, τό, only pl. κατάργματα,

   A first offerings (cf. κατάρχω 11.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα E.IT244, cf. Plu.Thes.22.

German (Pape)

[Seite 1374] τό, das, womit das Opfer angefangen, das Opferthier geweiht wird, neben χέρνιβες Eur. I. T. 233. – Die Erstlinge, die als Opfer dargebracht werden, Plut. Thes. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κάταργμα: τὸ˙- ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. κατάργματα, αἱ πρῶται προσφοραὶ (προβ. κατάρχω ΙΙ. 2), χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα, πιθ. αἱ οὐλοχύται, Εὐρ. Ι. Τ. 244˙ ὁ Wunder προτείνει κατάργμασιν ἀντὶ κατεύγμασιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 920. 2) οἱ διὰ τοιούτων θυσιῶν γινόμενοι καθαρμοί, Πλουτ. Θησ. 22.

Greek Monolingual

κάταργμα, τὸ (Α) κατάρχω
(μόνο στον πληθ.) τὰ κατάργματα
οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα κατά την έναρξη της τελετής («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

κάταργμα: τό (κατάρχω II),
1. μόνο στον πληθ., κατάργματα, πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.
2. εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.