κατηναγκασμένως: Difference between revisions
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
(20) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατηναγκασμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατ' [[ανάγκη]], εξ ανάγκης, [[κατά]] ανωτέρα [[επιβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>κατηναγκασμένος</i> του ρ. <i>καταναγκάζομαι</i>]. | |mltxt=[[κατηναγκασμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατ' [[ανάγκη]], εξ ανάγκης, [[κατά]] ανωτέρα [[επιβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>κατηναγκασμένος</i> του ρ. <i>καταναγκάζομαι</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατηναγκασμένως:''' adv. по принуждению, в силу необходимости, поневоле Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.pf.part.Pass., (καταναγκάζω)
A of necessity, D.S.15.50, Demetr.Lac.Herc.1012.45, Diog.Oen.33, Alex.Aphr.Fat. 181.23.
German (Pape)
[Seite 1401] gezwungen, D. Sic. 15, 50 u. a. Sp., von καταναγκάζω.
Greek (Liddell-Scott)
κατηναγκασμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50.
Greek Monolingual
κατηναγκασμένως (Α)
επίρρ. κατ' ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος του ρ. καταναγκάζομαι].
Russian (Dvoretsky)
κατηναγκασμένως: adv. по принуждению, в силу необходимости, поневоле Diod.